περιδινής

περιδινής
ης, ες уст. вращаемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περιδινής" в других словарях:

  • περιδινής — ές, Α κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ δινής] …   Dictionary of Greek

  • περιδινεῖ — περιδῑνεῖ , περιδινέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιδῑνεῖ , περιδινέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περιδῑνεῖ , περιδινής circular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιδῑνεῖ , περιδινής circular… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδινέα — περιδῑνέα , περιδινής circular neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιδῑνέα , περιδινής circular masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυδινής — βραδυδινής, ές (Α) αυτός που περιστρέφεται αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + δίνης < δινώ ( έω) «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω» (πρβλ. αιθεροδινής, αλιδινής, περιδινής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • περιδίνιο — το, Ν (βοτ. ζωολ.) γένος δινομαστιγωτών πρωτοζώων, κατά τους ζωολόγους, ή πυρρόφυτων φυκών, κατά τους βοτονικούς, που απαντούν κυρίως στο θαλάσσιο πλαγκτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., αγγλ. peridinium (< περιδινής + κατάλ. ium)] …   Dictionary of Greek

  • περιδινέων — περιδῑνέων , περιδινέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) περιδῑνέων , περιδινής circular masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδινῶν — περιδῑνῶν , περιδινέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) περιδῑνῶν , περιδινής circular masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • peridinial — adjective see peridinian I * * * peridinial, a. Zool. (pɛrɪˈdɪnɪəl) [f. mod. Zool. L. Peridīnium, f. Gr. περιδῑνής whirled round, περιδῑνεῖν to whirl round.] Belonging or related to the genus Peridinium (wreath animalcules), or family Peridiniidæ …   Useful english dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»